- βαδιστής
- οθηλ. βαδίστρια ο αθλητής του αγωνίσματος «βάδην», ο πεζοπόρος: Οι βαδιστές της Εθνικής μας ομάδας είναι εξαιρετικοί.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
βαδιστής — goer masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαδιστής — ο (Α βαδιστής) [βαδίζω] αυτός που βαδίζει, ο πεζοπόρος νεοελλ. ο αθλητής ή όποιος ασχολείται με το άθλημα του βαδίσματος, με το βάδην … Dictionary of Greek
βαδισταί — βαδιστής goer masc nom/voc pl βαδιστός that can be passed on foot fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαδιστήν — βαδιστής goer masc acc sg (attic epic ionic) βαδιστός that can be passed on foot fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαδιστά — βαδιστά̱ , βαδιστής goer masc nom/voc/acc dual βαδιστής goer masc voc sg βαδιστής goer masc nom sg (epic) βαδιστός that can be passed on foot neut nom/voc/acc pl βαδιστά̱ , βαδιστός that can be passed on foot fem nom/voc/acc dual βαδιστά̱ ,… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαδιστικός — ή, ό (Α βαδιστικός, ή, όν) [βαδιστής] αυτός που έχει την ικανότητα να βαδίζει νεοελλ. 1. ο σχετικός με το «βάδισμα» 2. φρ. «ευθύς βαδιστικά» (ο όρος αποδίδεται στους νεοσσούς πτηνών) που μπορούν να βαδίσουν αμέσως μετά την εκκόλαψη … Dictionary of Greek
βαδιστέ' — βαδιστέα , βαδιστέον one must walk neut nom/voc/acc pl βαδιστέε , βαδιστέον one must walk masc voc sg βαδιστέαι , βαδιστέον one must walk fem nom/voc pl βαδιστέᾱͅ , βαδιστέον one must walk fem dat sg (attic doric aeolic) βαδιστέα , βαδιστέος neut … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαδιστέα — βαδιστέον one must walk neut nom/voc/acc pl βαδιστέᾱ , βαδιστέον one must walk fem nom/voc/acc dual βαδιστέᾱ , βαδιστέον one must walk fem nom/voc sg (attic doric aeolic) βαδιστέος neut nom/voc/acc pl βαδιστής goer masc acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)